Χορευτική Παράδοση Ασπροπύργου
ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΛΕΧΤΟΙ ΧΟΡΟΙ
Σε όλες τις μεγάλες γιορτές παλαιότερα στον Ασπρόπυργο γινόταν δημόσιος χορός στον οποίο όμως χόρευαν μόνο οι γυναίκες, με μοναδική εξαίρεση την τελευταία Κυριακή των Αποκρεών, όπου μετά το τέλος του χορού των γυναικών έμπαιναν οι άντρες και χόρευαν τον Αποκρεάτικο χορό.
Ο χορός διεξάγονταν πιο παλιά στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, (μέχρι το 1930), και αργότερα, όταν γκρεμίστηκε η παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, και επειδή χορευτές και θεατές αυξανόταν ραγδαία χρόνο με το χρόνο, μεταφέρθηκε στην πλατεία του «κάτω σχολείου» (1ο Δημοτικό Σχολείο) τη σημερινή πλατεία Ηρώων, όπου ο χώρος ήταν μεγαλύτερος.
Πολύ παλιά ο δημόσιος απογευματινός χορός στηνόταν σε όλες τις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τις Απόκριες, το Πάσχα, του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Δημητρίου, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στο πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής και της Παναγίας.
Όσο ερχόμαστε στη νεότερη εποχή οι χοροί αραιώνουν και πριν σταματήσουν εξακολουθούν να γίνονται μόνο τις δύο τελευταίες Κυριακές των Αποκρεών, όπου οι γυναίκες χόρευαν ντυμένες με την παραδοσιακή τους φορεσιά, και στο τριήμερο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, όπου συνήθιζαν να χορεύουν τις δύο τελευταίες μέρες στις 26 και 27 Ιουλίου με τα ρούχα της εποχής.
Ο Δημόσιος χορός σταμάτησε το 1964. Από το 1991 γίνεται την τελευταία Κυριακή των Αποκρεών αναβίωση του Δημόσιου χορού των γυναικών από το χορευτικό του Π.Κ. του Δήμου.
Στο δημόσιο χορό λάμβαναν μέρος γυναίκες αρραβωνιασμένες, νιόπαντρες αλλά και παντρεμένες μεγαλύτερης ηλικίας. Παλαιότερα χόρευαν και οι ελεύθερες «της πρόβας», δηλαδή αυτές που μπορούσαν να δεχτούν προξενιά.
Μέχρι τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα χόρευαν τραγουδώντας με το στόμα, χωρίς τη συνοδεία οργανοπαιχτών. Το χορευτικό σχήμα ήταν ο ανοιχτός κύκλος και οι κοπέλες ήταν πιασμένες σταυρωτά, δηλαδή «πλέξιζα».
Το σταυροκράτημα και τα απλά βήματα δεν επέτρεπαν στην πρωτοχορεύτρια να αυτοσχεδιάσει, δηλαδή να κάνει φιγούρες. Σκοπός του χορού δεν ήταν να επιδείξει κάθε γυναίκα τις χορευτικές της ικανότητες. Αυτό στο οποίο έδιναν σημασία ήταν τα λόγια δηλαδή τα στιχάκια που θα έλεγε κάθε κοπέλα, όταν θα αναλάμβανε να οδηγήσει το χορό, και τα οποία είχε ετοιμάσει από πριν. Εντύπωση προκαλεί η ελευθερία της έκφρασης που επικρατούσε στο χορό, παρά το γεγονός ότι η κοινωνία ήταν τόσο συντηρητική.
Ο δημόσιος χορός είχε τρεις περιόδους:
Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Οι γυναίκες χορεύουν τραγουδώντας χωρίς τη συμμετοχή οργανοπαιχτών. Είναι πιασμένες «πλέξιζα», δηλαδή σταυρωτά. Πάνω σε μια απλή μελωδία λένε αυτοσχέδια δίστιχα που τα έχουν προετοιμάσει από πριν. Τραγουδά eCE πρώτη και επαναλαμβάνουν οι άλλες. Ξεκινούν με το δίστιχο, «Νε νε νε Μαρίε μόι, δυόσμο εδέ βασιλικόι» που το επαναλαμβάνουν όποτε θέλουν ανάμεσα στα δικά τους δίστιχα, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούν τι θα πουν παρακάτω. Τα βήματα είναι απλά, τρία βήματα προς
τα μπρος και τρία προς τα πίσω. Η επωδός «Νε νε νε Μαρίε μόι» δίνει και το όνομα στο χορό.
Μόλις η πρώτη πει το τελευταίο δίστιχο που έχει προετοιμάσει, τραβιέται προς τα πίσω αφήνοντας μπροστά την επόμενη κοπέλα. Στη συνέχεια πηγαίνει και πιάνεται στο τέλος.
Ο χορός τελειώνει όταν όλες οι κοπέλες χορέψουν μπροστά.
Επίσης χορεύουν έναν άλλον χορό, το «Νταρσά». Ο χορός ξεκινάει με το δίστιχο «Νταρσά λουλέ Νταρσά, πα εδέου με τι ντο βιν», που σημαίνει «εάν έρθω λουλούδι μου εάν έρθω, πάλι εγώ με σένα θα ΄ρθω». Σ’ αυτό το δίστιχο οι χορεύτριες κινούνται μπρος πίσω. Μετά συνεχίζουν με διάφορα άλλα τετράστιχα όπως: «χάιντε Μαριώ μου χάιντε, στέρε στρούγκ ν ντ δρομ, χάιντε Μαριώ μου χάιντε τ’ πι ούγιε κουρ τ’ σκον». Με αυτό το τετράστιχο οι χορεύτριες αφού γίνονται δύο σειρές ξεπλέκοντας τα χέρια κινούνται προς τα μπρος με το βήμα του Καλαματιανού. Το τραγούδι έχει τη μορφή διαλόγου. Στο ρεφραίν εκφράζεται η κοπέλα ενώ στη συνέχεια ο άντρας. Αναφέρεται στην ποιμενική ζωή, πριν οι κάτοικοι κατέβουν στον κάμπο και γι’ αυτό θεωρείται πολύ παλιό.
Οι δύο χοροί «Νε νε νε Μαρίε μόι» και «Νταρσά» χορεύονταν σε όλες τις μεγαλογιορτάδες. Τις Απόκριες κυριαρχούσε ο χορός στα τρία, το λεγόμενο «Αποκριάτικο», με συγκεκριμένη μελωδία, διαφορετική από τα άλλα ενώ οι στίχοι του ήταν ή αυτοσχέδιοι ή στερεότυποι που είχαν καθιερωθεί με τον καιρό. Οι στίχοι που είχαν καθιερωθεί είχαν τη μορφή διαλόγου μεταξύ δύο ανθρώπων (μεταξύ δύο ερωτευμένων, μεταξύ νύφης και πεθεράς κ.λ.π.). Έξω από τον κύκλο κυκλοφορούσαν πολλοί άντρες μεταμφιεσμένοι ενώ στα χρόνια του μεσοπολέμου φορούσαν και τις παραδοσιακές φορεσιές (φουστανέλες, σκούρτες).
Ο χορός γινόταν τις δύο τελευταίες Κυριακές των Αποκριών (Κρεατινή και Τυρινή). Την Τυρινή όταν βασίλευε ο ήλιος και σταματούσε ο χορός των γυναικών «πιάνανε το χορό οι άντρες». Ο πρωτοχορευτής κρατούσε στο ελεύθερεο χέρι ζωνάρι το οποίο είχε δέσει με κόμπους. Χόρευαν χορό στα τρία και κάποια στιγμή έκαναν καθίσματα ενώ περνούσαν όλοι κάτω από τα χέρια πρώτου – δεύτερου που σχημάτιζαν γέφυρα, ενώ βάραγε η νταούλα και το κλαρίνο. Ήταν ένας χορός παιχνίδι που συναγωνίζονταν ποιος θ’ αντέξει περισσότερο. Τις Απόκριες ήταν η μοναδική περίπτωση που χόρευαν οι άντρες σε δημόσιο χορό.
Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ξεκινούσαν με πλεχτούς χορούς («Νε νε νε Μαρίε μόι», «Νταρσά ή «Αποκρεάτικο» τις Απόκριες) και κάποια στιγμή έμπαιναν οργανοπαίχτες που έπαιζαν οργανικά Καλαματιανά και Συρτά. Λύνουν το πλέξιμο των χεριών και απελευθερώνονται. Εδώ η κάθε πρωτοχορεύτρια αυτοσχεδίαζε ενώ οι άλλες ακολουθούσαν. Δεν εκφράζονταν με το λόγο αλλά με την κίνηση.
Γ’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Στο κέντρο του κύκλου εγκαθίστανται οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Εγκαταλείπονται τελείως οι πλεχτοί χοροί και οι γυναίκες χορεύουν Καλαματιανά και Συρτά. Γύρω και έξω από τον κύκλο στεκόταν το πλήθος, οι κάτοικοι του χωριού και ανάλογα με το ποια χόρευε πρώτη οι δικοί της διέσχιζαν τον κύκλο και έφθαναν στους οργανοπαίχτες να την «κεράσουν» δηλαδή να ρίξουν χρήματα στους οργανοπαίχτες. Οι παντρεμένες μεγαλύτερης ηλικίας έβαζαν στο χορό μια αρραβωνιασμένη.
Ο δημόσιος χορός σταμάτησε το 1964.
Η συμμετοχή οργανοπαιχτών ήταν η κύρια αιτία να σταματήσουν οι πλεχτοί χοροί
και ο δημόσιος χορός να αλλάξει χαρακτήρα.
ΓΛΕΝΤΖΕΔΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ
Πέρα από το δημόσιο χορό στην πλατεία που ήταν μια χορευτική περίσταση με συγκεκριμένη σημασία και τελετουργικό, οι Ασπροπυργιώτες χόρευαν όλοι μαζί στα γλέντια τους(γάμοι, πανηγύρια, οικογενειακά γλέντια) τους λεγόμενους «γλεντζέδικους» χορούς που δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς χορούς της Παλιάς Ελλάδας δηλαδή το Καλαματιανό, το Συρτό και τον Τσάμικο που τους χόρευαν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο.
ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ
Όταν χόρευαν οι άντρες μόνοι τους πιάνονταν από τους ώμους και επέλεγαν αργά καλαματιανά.
Όταν οι άντρες χόρευαν ανάμεσα στις γυναίκες ή χόρευαν γυναίκες μόνες τους η λαβή των χεριών
ήταν από τις παλάμες με τους αγκώνες λυγισμένους. Στο δημόσιο χορό οι γυναίκες πιάνονταν με τα χέρια κάτω. Οι γυναίκες χόρευαν τον καλαματιανό με σταμάτημα μπροστά και σταύρωμα πίσω
ενώ τα νεότερα χρόνια καθιερώθηκαν τα σταυρώματα μπροστά και πίσω.
Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή άντρα ήταν διαφορετικός όταν χόρευαν άντρες μεταξύ τους και διαφορετικός όταν ο άντρας χόρευε με δεύτερη μια γυναίκα κάτι που ίσχυε και στο Συρτό.
ΣΥΡΤΟΣ
Ο Συρτός στον Ασπρόπυργο χορεύεται στα 6 βήματα κάτι που πιθανότατα είναι επιρροή μεταγενέστερη. Φαίνεται ότι πολύ παλιά ο χορός αυτός δεν υπήρχε. Εμφανίστηκε λίγο πριν τις αρχές του 20ου αιώνα. Αρχικά χορευόταν με βήματα προς τα μπρος και κάποια στιγμή ο πρωτοχορευτής γύριζε την ομάδα των χορευτών προς τα πίσω (ανάποδα στη φορά του κύκλου). Σήμερα συνηθίζεται να χορεύεται όλο προς τα μπρος (στη φορά του κύκλου). Ο Συρτός αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους νεότερους που σήμερα έχει φτάσει να είναι ο χορός που κυριαρχεί σε κάθε γλέντι.
ΤΣΑΜΙΚΟΣ
Χορεύονταν μόνο από τους άντρες με ιδιότυπο τρόπο. Ο πρώτος χορευτής κάνοντας διαφορετικό βήμα από τους υπόλοιπους ήταν αυτός που αυτοσχεδίαζε ενώ οι άλλοι παρακολουθούσαν το χορό του πρώτου πηγαίνοντας με απλά βήματα προς τα μπρος. Η λαβή των χορευτών ήταν ή από τους ώμους ή από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες ή καμιά φορά και με τα χέρια κάτω.
ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΧΟΡΕΥΤΙΚΟΥ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟΥ
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή τα πράγματα στην Ελλάδα αρχίζουν να αλλάζουν. 1.500.000 πρόσφυγες μεταφέρονται στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται στον Πειραιά και στις συνοικίες της Αθήνας αλλά και σε γειτονικές περιοχές: Μέγαρα (Μελί), Νέα Πέραμο, Ελευσίνα. Στον Ασπρόπυργο δεν εγκαταστάθηκαν μαζικά πρόσφυγες. Υπήρξαν όμως μεμονωμένες μετοικήσεις. Έφθαναν είτε οικογενειακώς είτε ως άτομα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι μιλούν για τη θετική παρουσία αυτών των ανθρώπων στη δεύτερη πατρίδα τους.
Παρόλα αυτά οι πρόσφυγες επηρέασαν σημαντικά με τους χορούς και τη μουσική τους τον Ασπρόπυργο. Οι δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες και οι τραγουδιστές που έφθασαν από εκεί επέβαλαν στα μαγαζιά της Αθήνας τη δική τους μουσική. Τα παραδοσιακά τους τραγούδια αλλά και τα καινούργια που ηχογραφήθηκαν στις νεοσύστατες τότε δισκογραφικές εταιρείες ήταν αυτά που ακούγονταν στα μαγαζιά. Ήταν συνθέσεις προσφύγων κατά κύριο λόγο. Θέλοντας να διαπιστώσουμε τις αιτίες που αυτά τα τραγούδια αγαπήθηκαν στον Ασπρόπυργο πρέπει να αναφέρουμε τα εξής:
α) Στο περίφημο πανηγύρι στις 25, 26 και 27 Ιουλίου έπαιρναν μέρος όλοι οι φημισμένοι οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της εποχής
β) Οι πιο γνωστοί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της εποχής συμμετείχαν στις κομπανίες
που καλούσαν οι ντόπιοι στους γάμους. Η «επίδειξη» στην κλειστή κοινωνία του Ασπρόπυργου
αλλά και η επιθυμία για αισθητική απόλαυση οδηγούσε στην έγκαιρη εξασφάλιση της συμμετοχής τους. Εξάλλου και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες το επεδίωκαν γιατί εξασφάλιζαν μεγάλες αμοιβές. Τους γάμους πέρα από τους προσκεκλημένους τους παρακολουθούσε όλο το χωριό. Ήταν το γεγονός της ημέρας.
γ) Ήταν η εποχή ακμής των περιβολιών. Τους καλοκαιρινούς μήνες καθημερινά καραβάνια από
σούστες οδηγούντο στη λαχαναγορά της Αθήνας και του Πειραιά(Κεντρική, Λεμονάδικα).
Περιμένοντας το πρωινό παζάρι άλλοι κοιμόντουσαν στην πόστα του τζαμπάζη άλλοι όμως
κατέφευγαν στα νυχτερινά μαγαζιά στο Μαυρομάτη, στο Θησείο, στην Ομόνοια
και στην οδό Αιόλου όπου έπαιζαν οι κομπανίες της εποχής.
δ) Οι φιλικές σχέσεις που είχαν αναπτύξει οι ντόπιοι οργανοπαίχτες με τους πρόσφυγες
που συνέτειναν στη συχνή παρουσία φημισμένων οργανοπαιχτών.
Έτσι οι νέοι του μεσοπολέμου εκτός από τους παραδοσιακούς χορούς του Ασπροπύργου άρχισαν να χορεύουν Χασάπικο, Σέρβικο, Συρτό αργό (Συρτοτσιφτετέλι), Ζεϊμπέκικα αργά και γρήγορα και Μπάλλο αλλά προσαρμόζοντάς τα στο δικό τους ιδιαίτερο τοπικό ύφος.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΛΕΧΤΟΙ ΧΟΡΟΙ
Σε όλες τις μεγάλες γιορτές παλαιότερα στον Ασπρόπυργο γινόταν δημόσιος χορός στον οποίο όμως χόρευαν μόνο οι γυναίκες, με μοναδική εξαίρεση την τελευταία Κυριακή των Αποκρεών, όπου μετά το τέλος του χορού των γυναικών έμπαιναν οι άντρες και χόρευαν τον Αποκρεάτικο χορό.
Ο χορός διεξάγονταν πιο παλιά στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, (μέχρι το 1930), και αργότερα, όταν γκρεμίστηκε η παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, και επειδή χορευτές και θεατές αυξανόταν ραγδαία χρόνο με το χρόνο, μεταφέρθηκε στην πλατεία του «κάτω σχολείου» (1ο Δημοτικό Σχολείο) τη σημερινή πλατεία Ηρώων, όπου ο χώρος ήταν μεγαλύτερος.
Πολύ παλιά ο δημόσιος απογευματινός χορός στηνόταν σε όλες τις μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τις Απόκριες, το Πάσχα, του Αγ. Γεωργίου, του Αγ. Δημητρίου, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στο πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής και της Παναγίας.
Όσο ερχόμαστε στη νεότερη εποχή οι χοροί αραιώνουν και πριν σταματήσουν εξακολουθούν να γίνονται μόνο τις δύο τελευταίες Κυριακές των Αποκρεών, όπου οι γυναίκες χόρευαν ντυμένες με την παραδοσιακή τους φορεσιά, και στο τριήμερο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, όπου συνήθιζαν να χορεύουν τις δύο τελευταίες μέρες στις 26 και 27 Ιουλίου με τα ρούχα της εποχής.
Ο Δημόσιος χορός σταμάτησε το 1964. Από το 1991 γίνεται την τελευταία Κυριακή των Αποκρεών αναβίωση του Δημόσιου χορού των γυναικών από το χορευτικό του Π.Κ. του Δήμου.
Στο δημόσιο χορό λάμβαναν μέρος γυναίκες αρραβωνιασμένες, νιόπαντρες αλλά και παντρεμένες μεγαλύτερης ηλικίας. Παλαιότερα χόρευαν και οι ελεύθερες «της πρόβας», δηλαδή αυτές που μπορούσαν να δεχτούν προξενιά.
Μέχρι τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα χόρευαν τραγουδώντας με το στόμα, χωρίς τη συνοδεία οργανοπαιχτών. Το χορευτικό σχήμα ήταν ο ανοιχτός κύκλος και οι κοπέλες ήταν πιασμένες σταυρωτά, δηλαδή «πλέξιζα».
Το σταυροκράτημα και τα απλά βήματα δεν επέτρεπαν στην πρωτοχορεύτρια να αυτοσχεδιάσει, δηλαδή να κάνει φιγούρες. Σκοπός του χορού δεν ήταν να επιδείξει κάθε γυναίκα τις χορευτικές της ικανότητες. Αυτό στο οποίο έδιναν σημασία ήταν τα λόγια δηλαδή τα στιχάκια που θα έλεγε κάθε κοπέλα, όταν θα αναλάμβανε να οδηγήσει το χορό, και τα οποία είχε ετοιμάσει από πριν. Εντύπωση προκαλεί η ελευθερία της έκφρασης που επικρατούσε στο χορό, παρά το γεγονός ότι η κοινωνία ήταν τόσο συντηρητική.
Ο δημόσιος χορός είχε τρεις περιόδους:
Α’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Οι γυναίκες χορεύουν τραγουδώντας χωρίς τη συμμετοχή οργανοπαιχτών. Είναι πιασμένες «πλέξιζα», δηλαδή σταυρωτά. Πάνω σε μια απλή μελωδία λένε αυτοσχέδια δίστιχα που τα έχουν προετοιμάσει από πριν. Τραγουδά eCE πρώτη και επαναλαμβάνουν οι άλλες. Ξεκινούν με το δίστιχο, «Νε νε νε Μαρίε μόι, δυόσμο εδέ βασιλικόι» που το επαναλαμβάνουν όποτε θέλουν ανάμεσα στα δικά τους δίστιχα, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να σκεφτούν τι θα πουν παρακάτω. Τα βήματα είναι απλά, τρία βήματα προς
τα μπρος και τρία προς τα πίσω. Η επωδός «Νε νε νε Μαρίε μόι» δίνει και το όνομα στο χορό.
Μόλις η πρώτη πει το τελευταίο δίστιχο που έχει προετοιμάσει, τραβιέται προς τα πίσω αφήνοντας μπροστά την επόμενη κοπέλα. Στη συνέχεια πηγαίνει και πιάνεται στο τέλος.
Ο χορός τελειώνει όταν όλες οι κοπέλες χορέψουν μπροστά.
Επίσης χορεύουν έναν άλλον χορό, το «Νταρσά». Ο χορός ξεκινάει με το δίστιχο «Νταρσά λουλέ Νταρσά, πα εδέου με τι ντο βιν», που σημαίνει «εάν έρθω λουλούδι μου εάν έρθω, πάλι εγώ με σένα θα ΄ρθω». Σ’ αυτό το δίστιχο οι χορεύτριες κινούνται μπρος πίσω. Μετά συνεχίζουν με διάφορα άλλα τετράστιχα όπως: «χάιντε Μαριώ μου χάιντε, στέρε στρούγκ ν ντ δρομ, χάιντε Μαριώ μου χάιντε τ’ πι ούγιε κουρ τ’ σκον». Με αυτό το τετράστιχο οι χορεύτριες αφού γίνονται δύο σειρές ξεπλέκοντας τα χέρια κινούνται προς τα μπρος με το βήμα του Καλαματιανού. Το τραγούδι έχει τη μορφή διαλόγου. Στο ρεφραίν εκφράζεται η κοπέλα ενώ στη συνέχεια ο άντρας. Αναφέρεται στην ποιμενική ζωή, πριν οι κάτοικοι κατέβουν στον κάμπο και γι’ αυτό θεωρείται πολύ παλιό.
Οι δύο χοροί «Νε νε νε Μαρίε μόι» και «Νταρσά» χορεύονταν σε όλες τις μεγαλογιορτάδες. Τις Απόκριες κυριαρχούσε ο χορός στα τρία, το λεγόμενο «Αποκριάτικο», με συγκεκριμένη μελωδία, διαφορετική από τα άλλα ενώ οι στίχοι του ήταν ή αυτοσχέδιοι ή στερεότυποι που είχαν καθιερωθεί με τον καιρό. Οι στίχοι που είχαν καθιερωθεί είχαν τη μορφή διαλόγου μεταξύ δύο ανθρώπων (μεταξύ δύο ερωτευμένων, μεταξύ νύφης και πεθεράς κ.λ.π.). Έξω από τον κύκλο κυκλοφορούσαν πολλοί άντρες μεταμφιεσμένοι ενώ στα χρόνια του μεσοπολέμου φορούσαν και τις παραδοσιακές φορεσιές (φουστανέλες, σκούρτες).
Ο χορός γινόταν τις δύο τελευταίες Κυριακές των Αποκριών (Κρεατινή και Τυρινή). Την Τυρινή όταν βασίλευε ο ήλιος και σταματούσε ο χορός των γυναικών «πιάνανε το χορό οι άντρες». Ο πρωτοχορευτής κρατούσε στο ελεύθερεο χέρι ζωνάρι το οποίο είχε δέσει με κόμπους. Χόρευαν χορό στα τρία και κάποια στιγμή έκαναν καθίσματα ενώ περνούσαν όλοι κάτω από τα χέρια πρώτου – δεύτερου που σχημάτιζαν γέφυρα, ενώ βάραγε η νταούλα και το κλαρίνο. Ήταν ένας χορός παιχνίδι που συναγωνίζονταν ποιος θ’ αντέξει περισσότερο. Τις Απόκριες ήταν η μοναδική περίπτωση που χόρευαν οι άντρες σε δημόσιο χορό.
Β’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ξεκινούσαν με πλεχτούς χορούς («Νε νε νε Μαρίε μόι», «Νταρσά ή «Αποκρεάτικο» τις Απόκριες) και κάποια στιγμή έμπαιναν οργανοπαίχτες που έπαιζαν οργανικά Καλαματιανά και Συρτά. Λύνουν το πλέξιμο των χεριών και απελευθερώνονται. Εδώ η κάθε πρωτοχορεύτρια αυτοσχεδίαζε ενώ οι άλλες ακολουθούσαν. Δεν εκφράζονταν με το λόγο αλλά με την κίνηση.
Γ’ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Στο κέντρο του κύκλου εγκαθίστανται οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Εγκαταλείπονται τελείως οι πλεχτοί χοροί και οι γυναίκες χορεύουν Καλαματιανά και Συρτά. Γύρω και έξω από τον κύκλο στεκόταν το πλήθος, οι κάτοικοι του χωριού και ανάλογα με το ποια χόρευε πρώτη οι δικοί της διέσχιζαν τον κύκλο και έφθαναν στους οργανοπαίχτες να την «κεράσουν» δηλαδή να ρίξουν χρήματα στους οργανοπαίχτες. Οι παντρεμένες μεγαλύτερης ηλικίας έβαζαν στο χορό μια αρραβωνιασμένη.
Ο δημόσιος χορός σταμάτησε το 1964.
Η συμμετοχή οργανοπαιχτών ήταν η κύρια αιτία να σταματήσουν οι πλεχτοί χοροί
και ο δημόσιος χορός να αλλάξει χαρακτήρα.
ΓΛΕΝΤΖΕΔΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ
Πέρα από το δημόσιο χορό στην πλατεία που ήταν μια χορευτική περίσταση με συγκεκριμένη σημασία και τελετουργικό, οι Ασπροπυργιώτες χόρευαν όλοι μαζί στα γλέντια τους(γάμοι, πανηγύρια, οικογενειακά γλέντια) τους λεγόμενους «γλεντζέδικους» χορούς που δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς χορούς της Παλιάς Ελλάδας δηλαδή το Καλαματιανό, το Συρτό και τον Τσάμικο που τους χόρευαν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο.
ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ
Όταν χόρευαν οι άντρες μόνοι τους πιάνονταν από τους ώμους και επέλεγαν αργά καλαματιανά.
Όταν οι άντρες χόρευαν ανάμεσα στις γυναίκες ή χόρευαν γυναίκες μόνες τους η λαβή των χεριών
ήταν από τις παλάμες με τους αγκώνες λυγισμένους. Στο δημόσιο χορό οι γυναίκες πιάνονταν με τα χέρια κάτω. Οι γυναίκες χόρευαν τον καλαματιανό με σταμάτημα μπροστά και σταύρωμα πίσω
ενώ τα νεότερα χρόνια καθιερώθηκαν τα σταυρώματα μπροστά και πίσω.
Ο αυτοσχεδιασμός του πρωτοχορευτή άντρα ήταν διαφορετικός όταν χόρευαν άντρες μεταξύ τους και διαφορετικός όταν ο άντρας χόρευε με δεύτερη μια γυναίκα κάτι που ίσχυε και στο Συρτό.
ΣΥΡΤΟΣ
Ο Συρτός στον Ασπρόπυργο χορεύεται στα 6 βήματα κάτι που πιθανότατα είναι επιρροή μεταγενέστερη. Φαίνεται ότι πολύ παλιά ο χορός αυτός δεν υπήρχε. Εμφανίστηκε λίγο πριν τις αρχές του 20ου αιώνα. Αρχικά χορευόταν με βήματα προς τα μπρος και κάποια στιγμή ο πρωτοχορευτής γύριζε την ομάδα των χορευτών προς τα πίσω (ανάποδα στη φορά του κύκλου). Σήμερα συνηθίζεται να χορεύεται όλο προς τα μπρος (στη φορά του κύκλου). Ο Συρτός αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους νεότερους που σήμερα έχει φτάσει να είναι ο χορός που κυριαρχεί σε κάθε γλέντι.
ΤΣΑΜΙΚΟΣ
Χορεύονταν μόνο από τους άντρες με ιδιότυπο τρόπο. Ο πρώτος χορευτής κάνοντας διαφορετικό βήμα από τους υπόλοιπους ήταν αυτός που αυτοσχεδίαζε ενώ οι άλλοι παρακολουθούσαν το χορό του πρώτου πηγαίνοντας με απλά βήματα προς τα μπρος. Η λαβή των χορευτών ήταν ή από τους ώμους ή από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες ή καμιά φορά και με τα χέρια κάτω.
ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΧΟΡΕΥΤΙΚΟΥ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟΥ
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή τα πράγματα στην Ελλάδα αρχίζουν να αλλάζουν. 1.500.000 πρόσφυγες μεταφέρονται στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται στον Πειραιά και στις συνοικίες της Αθήνας αλλά και σε γειτονικές περιοχές: Μέγαρα (Μελί), Νέα Πέραμο, Ελευσίνα. Στον Ασπρόπυργο δεν εγκαταστάθηκαν μαζικά πρόσφυγες. Υπήρξαν όμως μεμονωμένες μετοικήσεις. Έφθαναν είτε οικογενειακώς είτε ως άτομα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι μιλούν για τη θετική παρουσία αυτών των ανθρώπων στη δεύτερη πατρίδα τους.
Παρόλα αυτά οι πρόσφυγες επηρέασαν σημαντικά με τους χορούς και τη μουσική τους τον Ασπρόπυργο. Οι δεξιοτέχνες οργανοπαίχτες και οι τραγουδιστές που έφθασαν από εκεί επέβαλαν στα μαγαζιά της Αθήνας τη δική τους μουσική. Τα παραδοσιακά τους τραγούδια αλλά και τα καινούργια που ηχογραφήθηκαν στις νεοσύστατες τότε δισκογραφικές εταιρείες ήταν αυτά που ακούγονταν στα μαγαζιά. Ήταν συνθέσεις προσφύγων κατά κύριο λόγο. Θέλοντας να διαπιστώσουμε τις αιτίες που αυτά τα τραγούδια αγαπήθηκαν στον Ασπρόπυργο πρέπει να αναφέρουμε τα εξής:
α) Στο περίφημο πανηγύρι στις 25, 26 και 27 Ιουλίου έπαιρναν μέρος όλοι οι φημισμένοι οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της εποχής
β) Οι πιο γνωστοί οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της εποχής συμμετείχαν στις κομπανίες
που καλούσαν οι ντόπιοι στους γάμους. Η «επίδειξη» στην κλειστή κοινωνία του Ασπρόπυργου
αλλά και η επιθυμία για αισθητική απόλαυση οδηγούσε στην έγκαιρη εξασφάλιση της συμμετοχής τους. Εξάλλου και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες το επεδίωκαν γιατί εξασφάλιζαν μεγάλες αμοιβές. Τους γάμους πέρα από τους προσκεκλημένους τους παρακολουθούσε όλο το χωριό. Ήταν το γεγονός της ημέρας.
γ) Ήταν η εποχή ακμής των περιβολιών. Τους καλοκαιρινούς μήνες καθημερινά καραβάνια από
σούστες οδηγούντο στη λαχαναγορά της Αθήνας και του Πειραιά(Κεντρική, Λεμονάδικα).
Περιμένοντας το πρωινό παζάρι άλλοι κοιμόντουσαν στην πόστα του τζαμπάζη άλλοι όμως
κατέφευγαν στα νυχτερινά μαγαζιά στο Μαυρομάτη, στο Θησείο, στην Ομόνοια
και στην οδό Αιόλου όπου έπαιζαν οι κομπανίες της εποχής.
δ) Οι φιλικές σχέσεις που είχαν αναπτύξει οι ντόπιοι οργανοπαίχτες με τους πρόσφυγες
που συνέτειναν στη συχνή παρουσία φημισμένων οργανοπαιχτών.
Έτσι οι νέοι του μεσοπολέμου εκτός από τους παραδοσιακούς χορούς του Ασπροπύργου άρχισαν να χορεύουν Χασάπικο, Σέρβικο, Συρτό αργό (Συρτοτσιφτετέλι), Ζεϊμπέκικα αργά και γρήγορα και Μπάλλο αλλά προσαρμόζοντάς τα στο δικό τους ιδιαίτερο τοπικό ύφος.
Σαμπάνης Βαγγέλης, πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ, δάσκαλος παραδοσιακών χορών
Παναγιωτοπούλου Σπυριδούλα, πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ, δασκάλα παραδοσιακών χορών
Παναγιωτοπούλου Σπυριδούλα, πτυχιούχος ΤΕΦΑΑ, δασκάλα παραδοσιακών χορών